εὔσκαφος

εὔσκαφος
εὔσκᾰφος, ον, ([etym.] σκάπτω)
A easy to dig, Hsch.s.v. λάχεια.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εύσκαφος — εὔσκαφος, ον (Α) (για έδαφος) εύκολος στο σκάψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σκάφος (ο) «σκάλισμα»] …   Dictionary of Greek

  • λάχεια — λάχεια, ἡ (ΑM) (για τη γη) 1. καλοσκαμμένη, εύφορη, γόνιμη («νῆσος ἔπειτα λάχεια... τετάνυσται», Ομ. Οδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «εὔσκαφος καὶ εὔγειος παρὰ τὸ λαχαίνεσθαι, ὅ ἐστι σκάπτεσθαι πυκνῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. τής λ. ἐλάχεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”